τριώβολο

τριώβολο
το / τριώβολον, ΝΑ, και δωρ. τ. τριώδελον Α
(στην αρχ. Ελλάδα) αργυρό νόμισμα που ισοδυναμούσε με μισή δραχμή
αρχ.
1. (στην Αθήνα) ο τακτικός μισθός τών δικαστών για τις καθημερινές συνεδριάσεις, ο οποίος ορίστηκε την εποχή τού Περικλέους αλλά καθιερώθηκε στην εποχή τού Κλέωνος
2. ο μισθός τών πολιτών που μετείχαν στην εκκλησία τού δήμου, ο οποίος δόθηκε για πρώτη φορά το 392 π.Χ.
3. ο μισθός τών οπλιτών τού πολεμικού στόλου
4. ειδικός φόρος τον οποίο πλήρωναν οι μέτοικοι
5. (κατά τον Ησύχ.) (στον τ. τριώδελον) «τριῶν ἡμιμναίων σταθμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -ώβολον / -ώδελον (< ὀβολός / ὀδελός), πρβλ. τετρ-ώβολον. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek

  • τριωβόλιον — τὸ, Α [τριώβολον] πιθ. το τριώβολο …   Dictionary of Greek

  • τριώβολος — ὁ, Α πιθ. το τριώβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τριώβολον, κατά τα αρσ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • τριώδελον — τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. τριώβολο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”